- Τριβαλλοῦ
- Τριβαλλόςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαυνάκα — Α (στον Αριστοφ.) λέξη χωρίς σημασία, που τήν χρησιμοποιούσαν ως παράδειγμα για την ακατανόητη γλώσσα τού Τριβαλλού, τον οποίο αναφέρει ο Αριστοφάνης … Dictionary of Greek